- Λεβαντίνος
- ο , Λεβαντίνα η житель, -ница Леванта, житель, -ница востока
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Λεβαντίνος — Παλαιότερη ονομασία για τους Ευρωπαίους που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ανατολή (γαλλ. levante = ανατολικός)· σε ανάλογη χρήση ήταν και ο όρος Φραγκολεβαντίνος (θηλυκό Λεβαντίνα ή Φραγκολεβαντίνα). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ειδικά για τους… … Dictionary of Greek
λεβαντίνος — ο θηλ. α 1. Ευρωπαίος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ανατολή. 2. άτομο χωρίς ζωηρή εθνική συνείδηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φραγκολεβαντίνος — ο, θηλ. Φραγκολεβαντίνα, Ν 1. Ευρωπαίος στην καταγωγή που γεννήθηκε και κατοικεί σε χώρα τής Ανατολικής Μεσογείου 2. μτφ. άτομο χωρίς εθνική συνείδηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + Λεβαντίνος «Ανατολίτης»] … Dictionary of Greek
λεβαντίνικος — η, ο [Λεβαντίνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λεβαντίνους … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek